- πολυβελής
- -ές, Μ1. κάτοχος πολλών βελών2. αυτός που ρίχνει με το τόξο του πολλά βέλη3. φρ. «πολυβελεῑς τοξόται» — διάβολοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + -βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ-βελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυβέλεμνος — ον, Α πολυβελής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βέλεμνον «βέλος» (πρβλ. χρυσο βέλεμνος)] … Dictionary of Greek